- σκιόφυτο
- το, Νβοτ. φυτό το οποίο αναπτύσσεται σε σκιερούς τόπους ή σε βιοτόπους με χαμηλή ένταση φωτός, αλλ. σκιόφιλο φυτό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκιόφιλος — η, ο, Ν 1. (για φυτό) αυτός που φυτρώνει και ευδοκιμεί σε σκιερό τόπο 2. φρ. «σκιόφιλο φυτό» βοτ. το σκιόφυτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sciophilus (< σκιά + φίλος)] … Dictionary of Greek